- ἡμιμάραντος
- ἡμι-μάραντος [μᾰ], ον,A half-withered, Id.Tox.13, Alciphr.3.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιμάραντος — ἡμιμάραντος, ον (Α) σχεδόν μαραμένος, μισομαραμένος, μισόξερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαραντος (< μαραίνω), πρβλ. α μάραντος] … Dictionary of Greek
ἡμιμάραντοι — ἡμιμάραντος half withered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek